- πεμπάζομαι
- πεμπάζομαι (πέντε), aor. subj. πεμπάσσεται: reckon up on the five fingers, Od. 4.412†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πεμπάζομαι — πεμπάζω count on the five fingers pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπεμπάζομαι — ἀναπεμπάζομαι (Α) υπολογίζω εκ νέου, αναλογίζομαι, μελετώ, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πεμπάζομαι «μετρώ στα πέντε δάχτυλα». ΠΑΡ. μσν. ἀναπεμπασμός] … Dictionary of Greek